- ἰανῶ
- ἰαίνωheatfut ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοφκ(ε)ιάνω — κακοφτ(ε)ιάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + φκειάνω, διαλ. τ. τού φτειάχνω*] … Dictionary of Greek
καλοφτ(ε)ιάνω — και καλοφτ(ε)ιάχνω και καλοφκ(ε)ιάνω 1. κατασκευάζω ή διαπλάσσω κάτι έντεχνα, άρτια, κομψά, φιλοτεχνώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφτ(ε)ιαγμένος και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, ο α) καλοδουλεμένος, καλοκαμωμένος β) (για πρόσ.) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
κακοφτ(ε)ιάνω — 1. κατασκευάζω κάτι ελαττωματικά ή ακαλαίσθητα 2. (συν. η μτχ.) κακοφτ(ε)ιαγμένος και κακοφτ(ε)ιασμένος, η, ο κακοκαμωμένος, ελαττωματικός, δύσμορφος, ασουλούπωτος ή (για πράγμ.) αδέξια κατασκευασμένος … Dictionary of Greek
ευτειάνω — εὐτειάνω (Μ) κατασκευάζω, επισκευάζω, επιδιορθώνω, φτ(ε)ιάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ευθειάζω (< ευθύς), απ όπου και το φτειά(χ)νω] … Dictionary of Greek
καλοφτ(ε)ιαγμένος — και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, η βλ. καλοφτ(ε)ιάνω … Dictionary of Greek
μαλακτιάνω — και μαλακτιαίνω και μαλακτιαινίσκω (Μ) 1. μαλακώνω, απαλύνω 2. κατευνάζω, καταπραΰνω 3. γίνομαι μαλακός, απαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαλακτιάνω < μαλακτός + κατάλ. ιάνω. Το ρ. μαλακτιαίνω < μαλακτός + κατάλ. ιαίνω (πρβλ. υγιαίνω), ενώ το ρ.… … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιάσιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτ(ε)ιάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ τού αορ. έ φτειασ α τού φτειάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ψήσ ιμο)] … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… … Dictionary of Greek